open mouthed - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

open mouthed - translation to ελληνικό

GENUS OF AMPHIBIANS
Afrana; Large-mouthed Frog; River frog (Cacosterninae); Large-mouthed frog; Large-mouthed frogs; Large mouthed frog; Large mouthed frogs; Largemouthed frog; Largemouthed frogs

open mouthed      
με ανοιχτό στόμα
open faced         
  • A Dutch ham and egg open sandwich with sliced mushroom.
  • Danish ''Smørrebrød'' with eggs, shrimp and roast beef.
SINGLE SLICE OF BREAD WITH FOOD ITEMS ON TOP
Open face; Open faced sandwich; Smörgås; Smoergas; Smorgas; Open-faced sandwich; Open-face sandwich; Open faced; Open-faced; Open-face; Voileipä; Open face sandwich
ειλικρινής
wide open         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wide Open (album); Wide Open (disambiguation); Wide open; Wide Open (song)
ολάνοικτος, ορθάνοιχτος, διάπλατος

Ορισμός

coss
The act of putting an empty milk carton or bag onto a skateboard.
Don't bother showing up for the competition until you can manage to coss.

Βικιπαίδεια

Amietia

Amietia is a genus of frogs, commonly known as large-mouthed frogs or river frogs, in the family Pyxicephalidae. They are endemic to central and southern Africa. Formerly, the genus was named Afrana and was placed in the family Ranidae.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για open mouthed
1. I turned slowly sideways, to meet her open–mouthed stare.
2. Carole chose Tracey, who just sat open–mouthed and shocked.
3. They looked at each other open–mouthed but they didn‘t do anything about it.
4. But he still paused and blinked, open–mouthed, at the scene in the conference compound.
5. Mr Cameron was open–mouthed with astonishment at this disgraceful attempt at suppression.